- πάστρεμα
- τοη πράξη του παστρεύω, εξόντωση, λεηλασία, εξαφάνιση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πάστρεμα — το [παστρεύω] 1. καθάρισμα, καθαριότητα 2. μτφ. ολοκληρωτική εξόντωση, εξολόθρευση, ξεπάστρεμα … Dictionary of Greek
καθάρισμα — το [καθαρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθαρίζω, απαλλαγή από βρομιές, πάστρεμα («τα ρούχα θέλουν καθάρισμα») 2. απομάκρυνση κάθε αχρήστου ή επιβλαβούς, απολέπισμα, ξεφλούδισμα 3. λαμπικάρισμα, λαγάρισμα, καταστάλαγμα 4. μτφ. φόνος,… … Dictionary of Greek
εκκαθάριση — η 1. ξεκαθάρισμα, καθαρισμός, πάστρεμα. 2. η απαλλαγή από κάθε άχρηστο και περιττό: Εκκαθάριση της βιβλιοθήκης. 3. η ομαδική απομάκρυνση από υπηρεσία όσων πλεονάζουν ή θεωρούνται ανίκανοι ή επιζήμιοι: Εκκαθάριση του στρατεύματος από τους… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθάρισμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθαρίζω, καθαρισμός, πάστρεμα: Πλήρωσα γυναίκα για το καθάρισμα του σπιτιού. 2. απομάκρυνση κάθε άχρηστης ή επιβλαβούς ουσίας: Για το καθάρισμα των ραδικιών χρειάστηκα μία ώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)